κοιλοφθαλμιώ

κοιλοφθαλμιώ
κοιλοφθαλμιῶ, -άω (Α) [κοιλόφθαλμος]
έχω κοίλα, βαθουλωτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλόφθαλμος (αντί κοιλοφθαλμώ) με επίδραση άλλων ρηματικών συνθέτων τού οφθαλμός (πρβλ. εποφθαλμιώ, ψωροφθαλμιώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”